επιγραμματιστής

επιγραμματιστής
ο (AM ἐπιγραμματιστής) [επιγραμματίζω]
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζει με τρόπο επιγραμματικό
αρχ.
επιγραμματοποιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”